12.24.2010

Μη σου τύχει και χαθείς σε βουνό!

Ένας ρεπόρτερ βρίσκεται σε ορεινό χωριό, γράφοντας για τους κατοίκους του και την καθημερινότητά τους.
Πλησιάζει έναν ηλικιωμένο τσέλιγκα και τον ρωτά:
- Πες μου παππού, ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής σου;
- Ο παππούς χαϊδεύει το μουστάκι του και με βλέμμα γεμάτο νοσταλγία απαντά:
- Θυμάμαι πριν χρόνια, είχε χαθεί στο βουνό ο τράγος του γείτονα. Μαζευτήκαμε καμιά ντουζίνα νομάτοι και μετά από δυό μέρες τον βρήκαμε. Τον βάλαμε κάτω και του πετάξαμε τα μάτια απ’ όξω δυό μερόνυχτα. Περάσαμε υπέροχα.
Καθώς η απάντηση δεν είναι δημοσιεύσιμη, ο δημοσιογράφος τον ξαναρωτά:
- Και ποια ήταν η δεύτερη πιο όμορφη στιγμή στη ζωή σου;
- Μιαν άλλη φορά, χάθηκε στο βουνό η γυναίκα του γείτονα. Μαζευτήκαμε πάλι, ψάξαμε όλο το βουνό 3 μέρες και όταν τη βρήκαμε τη βάλαμε κάτω και στέναξαν οι λόγγοι για 3 μέρες. Περάσαμε πολύ ωραία.
Ο δημοσιογράφος βλέποντας πως οι απαντήσεις που παίρνει δεν είναι πρέπουσες, αλλάζει τροπάρι:
- Ποια ήταν η πιο άσχημη στιγμή στη ζωή σου; Ρωτά τον παππού.
- Ασ’ τα παιδάκι μου, λέει με σκοτεινό βλέμμα. Μια φορά χάθηκα δυό βδομάδες στο βουνό…

12.16.2010

Φουκουγιάμα και μπλέ μόρια

Εκείνος ο μαλάκας ο Φουκουγιάμα που έγραψε για "Το τέλος της ιστορίας", που είναι τώρα για να γράψει για το τέλος της προϊστορίας; (Do u get my drift or what?)

12.06.2010

Κοιμήσου και παράγγειλε η Βόννη τα παιδιά σου.

(Αφήγημα για χορωδία τριών και ορχήστρα διαφόρων funds)

Τώρα, που το νερό έχει φτάσει στα γόνατα των ενοίκων του άνω καταστρώματος, που πετάμε έρμα στη θάλασσα της ελαστικής ημιαπασχόλησης και της all weather ανεργίας τους νέους της χώρας αποστερώντας την Ελλάδα από το νεανική τους δύναμη, ταλέντο, διάθεση, ίσως έχει φτάσει η ώρα με ειλικρίνεια να τους πούμε γιατί μοιράσαμε τρεις δεκαετίες της μοναδικής τους ζωής, για δυό γαϊδουριώνε το άχυρο.

Τώρα, που ξαναζούμε μέρες του ‘60 όπου η χώρα αποχωριζόταν τα παιδιά της με καθημερινές αιμοπτ(ή)σεις προς τις «φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές», δικαιούνται να μάθουν γιατί αντί για εφαλτήρια, τους δίνουμε εισιτήρια άνευ επιστροφής. Μη μου πεις πως μετά από αυτά που είδαν τα ματάκια τους εδώ, θα ξαναγυρίσουν να φάνε στη μάπα τα καραγκιοζιλίκια μας, που πήραμε ένα εκλογικό βιβλιάριο –παρεμπιπτόντως, εμείς έχουμε μόνο αυτό το βιβλιάριο κε αντιπρόεδρε- και πήγαμε ντογρού και αγεληδόν σε έναν έτσι, που χάραξε κάποιος τέτοιος.

Στην αρχή από αγνή πολιτική πεποίθηση και, ω νεότης, την πίστη ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει.

Συνεχίσαμε όμως με οπαδικό μονοχνωτισμό, αιχμάλωτοι στα λόγια –λόγια, λόγια- μας και ελάχιστοι στο να παραδεχτούμε ότι η ρότα ήταν στραβή και πως ο γιαλός ήταν μια χαρά, ευχαριστώ.

Φάγαμε "τυρί" με εφιάλτες και χρωματοφρουρούς, ενταχθήκαμε, πλακωθήκαμε στου διαφορετικού χρώματος καφενέδες, κόψαμε καλημέρες με φίλους κι΄αδελφούς.

Εκεί, μεσοπέλαγα, ήρθε η πρώτη λυπητερή. Ο διημερεύων πρωθυπουργός μας είπε πως ο καθένας μας χρωστούσε 1.000.000 δρχ. Το μαγαζί είχε αρχίσει να μπαίνει μέσα με τα τσαρούχια, από τις καρεκλιές που έπεφταν… για την καρέκλα.

Το βιολί μας εμείς, μέχρι να το κάνουμε εντελώς θερινό, σε σημείο να ψηφίζουμε κυβερνήσεις εντολοδόχους σαράφηδων. Μ’ εκείνα και τούτα, το καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» έχει γίνει οικόπεδο προς ¨αξιοποίηση¨.

Σήμερα το ποσό του χρέους που μας αναλογεί, ξεπερνά, σύμφωνα με συνήθεις μπακάλικους υπολογισμούς, τις εκατό χιλιάδες ευρώ κατακεφαληδόν, τριανταμία -μόνο;- φορές περισσότερα από όσα κατά κεφαλήν χρωστούσαμε το τιμημένο ’90.

Συνεχίζουμε ξυλάρμενοι, με τους ίδιους καπεταναίους περήφανους για την πολιτική τους να κομπάζουν, ότι παρέλαβαν τον Έλληνα με χρέος 3.000€ κατά κεφαλήν και μέσα σε είκοσι χρόνια, του έριξαν τριάντα χρόνια χρέους στο κεφάλι.

Share

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More